- Λευκωσία
- η г. Никозия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Λευκωσία — (αγγλ. Nicosia). Πόλη (205.633 κάτ. το 2001) της Κύπρου, πρωτεύουσα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ομώνυμης επαρχίας (2.727 τ. χλμ., 273.129κάτ.). Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της κεντρικής περιοχής του νησιού, σε υψόμετρο 150 μ., πάνω στον… … Dictionary of Greek
Левкозия — (Λευκωσία) или Левказия известный уже в позднее время гор. на о. Кипре, то же, что Каллиникезия, ныне Никосия, г. в восточной части острова. Под этим же именем известен о в в Пестанском заливе, против берега Лукании; по словам Страбона (р. 258)… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Δενόρες, Ιάσων — (Λευκωσία ; – Πάντοβα 1590). Κύπριος λόγιος. Υπήρξε καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Κύπρου. Έγραψε τα έργα: Εγχειρίδιον του ρήτορος (1579), Ρητορική (1584) και Λόγοι (1587). Στο τελευταίο χαρακτηρίζει ανήθικα τα ποιμενικά δράματα,… … Dictionary of Greek
Κατσουρίδης, Ντίνος — (Λευκωσία 1927 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Εργάστηκε ως φωτογράφος πλατό, βοηθός οπερατέρ, μοντέρ, διευθυντής φωτογραφίας και διευθυντής παραγωγής. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με το αστυνομικό… … Dictionary of Greek
Κητρομηλίδης, Πασχάλης — (Λευκωσία Κύπρου 1949 –). Πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία στο πανεπιστήμιο Westeyan, ενώ μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Σταδιοδρόμησε ως… … Dictionary of Greek
Κιγάλας, Ιλαρίων — (Λευκωσία 1626 – Κωνσταντινούπολη 1682). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1674 79), δάσκαλος και συγγραφέας. Σπούδασε στο (υπό παπικό έλεγχο) Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης και στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου κατόπιν δίδαξε στο λεγόμενο Κοτουνιανό… … Dictionary of Greek
Κιγάλας, Ματθαίος — (Λευκωσία 1590; – Βενετία 1642). Λόγιος ιερέας και εκδότης. Ήταν πατέρας του Ιλαρίωνα Κιγάλα (βλ. λ.). Το 1630 εγκαταστάθηκε στη Βενετία ως εφημέριος του ναού της ελληνικής παροικίας. Παράλληλα, όμως, ασχολήθηκε με εκδόσεις κυρίως λειτουργικών… … Dictionary of Greek
Κληρίδης, Γλαύκος — (Λευκωσία 1919 –). Κύπριος πολιτικός, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1993 98, 1998 2003). Σπούδασε νομικά στο King’s College του πανεπιστημίου του Λονδίνου και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Κύπρο. Αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της… … Dictionary of Greek
Κρανιδιώτης, Γιάννος — (Λευκωσία Κύπρου 1947 – 1999). Κύπριος πολιτικός και νομικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ και στο πανεπιστήμιο Σάσεξ στην Αγγλία· αργότερα ανακηρύχθηκε διδάκτορας διεθνών… … Dictionary of Greek
Νικολαΐδης, Νίκος — (Λευκωσία 1884 – Κάιρο 1956). Κύπριος πεζογράφος. Ο N., θεωρείται κορυφαίος Κύπριος πεζογράφος και μια σημαντική μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων. Τα πρώτα χρόνια του έζησε με στερήσεις. Φύση ωστόσο ανήσυχη, ξεκίνησε το 1908 από το νησί του για… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek